Χειμώνας του 41. Πρωτοχρονιά.
Ένας άντρας στον καιρό του, σωστός ταύρος, κουρελής και παγωμένος ανεβασμένος στη σκεπή του τρένου, ερχόταν στην Αθήνα. Στον κόρφο του ταγάρι, ένα τσουβαλάκι φασόλια για να θρέψει τα 6 παιδιά του. Είχε δυό βδομάδες στα αρβανιτοχώρια της Θεσσαλίας, με κάτι ασπιρίνες και κάτι κουβαρίστρες για να τα μαζέψει. Είχε ήδη πολεμήσει στην Αλβανία, το είχε σκάσει δύο φορές από τους Γερμανούς που τον πήγαιναν αιχμάλωτο, για σκλάβο εργάτη και δούλευε για την αντίσταση. Ήξερε πως αν τον έπιαναν, μαζί με αυτόν, θα πέθαιναν και τα περισσότερα παιδιά του από πείνα.
Αυτός ήταν ο Μπαρμπα-Τάσος, ο παππούς μου, από την πλευρά της μάνας μου. Αυτή τη ζωή έζησε στον καιρό του. Δεν ήταν ξεχωριστός. Το αντίθετο.
Στην ειρήνη άνοιγε δρόμους. Να ξέρετε όταν ανεβαίνετε στην Πάρνηθα, κάτι άντρες σαν αυτόν, με δυναμίτες, χειροτρύπανα και κασμάδες τον άνοιξαν. Και πολύ πέθαναν εκεί. Ασφάλεια ποτέ του δεν ήξερε τι σημαίνει. Ποτέ του δεν αρρώστησε παρά μόνο μια φορά, όταν πέθανε. Δούλευε από ήλιο σε ήλιο. Πάντα πλήρωνε στο κράτος ότι του έλεγαν. Πάντα…
Αυτοί οι άνθρωποι και τα παιδιά τους, τα παιδιά της κατοχής, οι δικοί μας γονείς, που φτάσανε 40 για να δούνε άσπρη μέρα. Για να μην δουλεύουν και την Κυριακή. Αυτοί έφτιαξαν την περιουσία που πουλάει σήμερα ο Τζέφρυ κοψοχρονιά.
Επειδή είμαι πολύ φορτισμένος δεν θα πω άλλα. Μόνο τούτο. Προτιμώ να βάλω φωτιά και να τα κάψω όλα, παρά να δώσω τ' ασημικά της οικογένειας στους μασόνους. Ανέχτηκα Άκηδες, αλήτες με ύφος 100 καρδιναλίων, και μπουχέσες και ντιντήδες που ξέραμε πως την περάσανε οι παππούδες τους στην κατοχή και οι ίδιοι με τα λεφτά μας και τον αγώνα μας. Αλλά μέχρι εδώ. Εγώ δεν είμαι μαλάκας ν αυτοκτονήσω έτσι. Πριν πάω ν αναπαυτώ δίπλα στον Μπαρμπα- Τάσο, θα πάρω όσα παλιοτόμαρα από αυτά μπορώ μαζί μου. Το υπόσχομαι. Αυτό το χρέος νιώθω πάνω απ΄όλα, Και θα το κάνω για τα παιδιά μου και τους λεβέντες προγόνους μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου